- ορμητικός
- -ή, -ό (Α ὁρμητικός, -ή, -όν) [ορμώ]αυτός που εκδηλώνεται με ένταση, με δύναμη, σφοδρόςμσν.(για έμβια όντα) αυτός που ενεργεί ή κινείται με ορμή, με βίααρχ.1. αυτός που έχει έντονη κλίση ή επιθυμία για κάτι2. ερεθιστικός, διεγερτικός3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁρμητικόνακάθεκτη ορμή.επίρρ...ορμητικώς και -ά (ΑΜ ὁρμητικῶς)με ορμητικό, σφοδρό τρόποαρχ.με έντονη κλίση ή τάση για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.